υπολογίσιμος

υπολογίσιμος
calculable

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • υπολογίσιμος — η, ο, Ν 1. αυτός που μπορεί να υπολογιστεί 2. μτφ. αυτός που πρέπει να λαμβάνεται υπ όψιν, σημαντικός (α. «υπολογίσιμος παράγοντας» β. «υπολογίσιμος αντίπαλος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπολογίζω + κατάλ. ιμος (πρβλ. εμφανίσ ιμος). Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • υπολογίσιμος — η, ο αυτός που μπορείς να τον υπολογίζεις (βλ. λ.): Υπολογίσιμος αντίπαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάριθμος — η, ο (Α ἀνάριθμος, ον και ποιητ. ἀνήριθμος, ον) [αριθμός] 1. αναρίθμητος, αμέτρητος, άπειρος 2. αυτός που δεν έχει αριθμό, δεν έχει αριθμηθεί αρχ. 1. ο δίχως μέτρο, δίχως όριο 2. ο μη υπολογίσιμος, ασήμαντος …   Dictionary of Greek

  • αξιόσκεπτος — ἀξιόσκεπτος, ον (Α) ο υπολογίσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + σκεπτός < σκέπτομαι (πρβλ. άσκεπτος, εύσκεπτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βαραίνω — (Μ βαραίνω) 1. γίνομαι βαρύς 2. προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ 3. σκληρύνομαι νεοελλ. Ι. 1. έχω βάρος, είμαι βαρύς 2. στενοχωρούμαι, αγανακτώ 3. στενοχωρώ κάποιον 4. πιέζω κάποιον μετο βάρος μου 5. επιβαρύνω κάποιον 6. γέρνω, λυγίζω από το… …   Dictionary of Greek

  • ενάριθμος — η, ο (AM ἐνάριθμος, ον) νεοελλ. ο αριθμημένος («ενάριθμα γραμματόσημα» ειδικά γραμματόσημα για είσπραξη, από τον παραλήπτη, τού ελλιπούς τέλους ταχυδρομούμενων αντικειμένων, αλλιώς «εισπρακτέα») αρχ. 1. εναρίθμιος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ… …   Dictionary of Greek

  • εναρίθμιος — ἐναρίθμιος, ον (Α) 1. ο συγκαταριθμούμένος με άλλους («ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι», Οδ.) 2. ο υπολογίσιμος, αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐναρίθμια φίλα, συνήθη» …   Dictionary of Greek

  • ευκαταφρόνητος — η, ο (ΑΜ εὐκαταφρόνητος, ον) ο άξιος καταφρονήσεως, ο μη υπολογίσιμος, ο ασήμαντος («μηδ ὑφ ἑνὸς εὐκαταφρόνητος εἶναι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα φρονητος (< κατα φρονώ), πρβλ. αξιο κατα φρόνητος, δειλο κατα φρόνητος] …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • πιανούμενος — η, ο, Ν (διαλ. τ.) υπολογίσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιάνω + κατάλ. ούμενος τών μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. πετούμενος, χρειαζούμενος)] …   Dictionary of Greek

  • σεβαστός — (I) ή, ό / σεβαστός, ή, όν, ΝΑ [σεβάζομαι] 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος («σεβαστοὶ θεοί», επιγρ.) 2. προσωνυμία τού Αυγούστου και τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ελλάδα («τὸ δὲ ὄνομα εἶναι τούτῳ Αὔγουστος, ὅ κατὰ γλῶσσαν δύναται τὴν Ἑλλήνων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”